τρίμματι

τρίμματι
τρί̱μματι , τρῖμμα
that which is rubbed
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψιμυθιώνω — ψιμυθιῶ, όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, όω, Α [ψίμυθος / ύθιον] νεοελλ. αλείφω το πρόσωπο με καλλυντικά, φτειασιδώνω αρχ. λευκαίνω το πρόσωπο με ψιμύθιο («ἐψιμυθιῶσθαι προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῡντι», Μέγα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”